τραγί, το, ουσ. [<μτγν. τραγίον, υποκορ. του ουσ. τράγος], ο τράγος·
- κουρεμένο τραγί, βλ. φρ. κουρεμένο γίδι, λ. γίδι·
- τον έσφαξε σαν τραγί, λέγεται για σφαγή ανυπεράσπιστου ή αδύναμου ανθρώπου: «μέσα στο μεθύσι του δεν κατάλαβε πως ο άλλος ήταν κουτσός κι έτσι τον έσφαξε σαν τραγί τον φουκαρά». Συνών. τον έσφαξε σαν αρνί / τον έσφαξε σαν κατσίκι.